-
1 διαχαράσσω
A sever, divide, D.H.Dem.43 ([voice] Pass.); strip off,ἐκ τοῦ αὐχένος τὸ δέρμα Agath.4.23
; carve, give shape to, Plu. 2.636c ([voice] Pass.), cf. Ph.1.649 ([voice] Pass.); sharpen,τὸν ὀφθαλμόν Plu.2.974b
:—[voice] Med., scrape, S.Ichn.255:—[voice] Pass.,πέτραις -κεχαραγμένοι τὰ σκέλη Agath.4.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαχαράσσω
См. также в других словарях:
κύτος — το (Α κύτος) 1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.) 2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει… … Dictionary of Greek
ποδεών — ῶνος, ο, ΝΑ και δωρ. τ. ποδάων, Α καθεμιά από τις κάτω γωνίες τετράγωνου ιστίου («καὶ ταῑς χερσὶ τοὺς ποδεῶνας κατέχοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. το άκρο τής δοράς, τού δέρματος από πόδι ζώου («ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ᾐωρεῑτο ἄκρων δέρμα λέοντος… … Dictionary of Greek